Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

Η δεκαετία 1950-1960: από το αίτημα της Ένωσης στην εγκαθίδρυση της

Για τους Βρετανούς, η Κύπρος ήταν πολύ σημαντική εξαιτίας της θέσης της και όπως είναι φυσικό είχαν επενδύσει πολλά στην κυρίαρχη θέση τους στο νησί. Μια στρατηγική ανάλυση της περιόδου μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καταδεικνύει ότι η κατάργηση της βρετανικής κυριαρχίας στο νησί θα επέφερε πολύ σοβαρές συνέπειες στα συμφέροντα του ΝΑΤΟ στην περιοχή, για αυτό ήταν στρατηγικά απαραίτητο να μείνει το νησί υπό βρετανική κυριαρχία. Πέραν τούτου η Κύπρος αποτελούσε ανάχωμα της Σοβιετικής επιρροής. Η Κύπρος έπαιζε σημαντικό ρόλο στον αποκλεισμό της Σοβιετικής Ένωσης από την Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Επιπρόσθετα η γειτνίαση της Κύπρου με περιοχές πλούσιες σε αποθέματα πετρελαίου ήταν άλλος ένας σημαντικός παράγοντας που καθιστούσε τους Βρετανούς απρόθυμους να εγκαταλείψουν την Κύπρο. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα 2/3 των βρετανικών αναγκών σε πετρέλαιο προερχόταν από χώρες της Μέσης Ανατολής. Το 1947 η Βρετανία αναγκάστηκε να αφήσει την Ινδία γεγονός που εξώθησε τις αραβικές χώρες σε αμφισβήτηση της βρετανικής κυριαρχίας στην παραγωγή και διακίνηση πετρελαίου. Το 1950 οι Αιγύπτιοι εθνικιστές κέρδισαν την εξουσία και αντιτάχθηκαν στην συνθήκη που είχαν με την Βρετανία από το 1936 και η οποία επέτρεπε στους Βρετανούς να διατηρούν μεγάλα στρατεύματα στην Αίγυπτο και να ελέγχουν τη Ζώνη της Διώρυγας του Σουέζ. Άρχισαν τότε συγκρούσεις με αποτέλεσμα οι Άγγλοι να συνειδητοποιήσουν ότι η Κύπρος που ήταν η τελευταία αποικία στην περιοχή ήταν η μόνη λύση που τους απέμενε για να διατηρήσουν την δύναμη και την επιρροή τους στην περιοχή.

Η αντιφασιστική νίκη και η ίδρυση του ΟΗΕ με τη συμπερίληψη στον Καταστατικό του Χάρτη του δικαιώματος των λαών για αυτοδιάθεση, έδωσαν πρωτόγνωρη ώθηση στον αντιαποικιακό αγώνα σε ολόκληρο τον κόσμο. Το ίδιο συνέβη και στην Κύπρο. Στην Κύπρο αναπτύχθηκαν δυο πόλοι αντιαποικιακού αγώνα. Ο πόλος της Δεξιάς που συνασπίστηκε γύρω από τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο και την Εθναρχία και ο πόλος της Αριστεράς υπό την ηγεσία του ΑΚΕΛ του νεοσύστατου, τότε, κόμματος της Αριστεράς που αποτέλεσε τη συνέχεια του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Οι δυο παρατάξεις είχαν κοινό στόχο την κατάκτηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, που με τα τότε δεδομένα θα σήμαινε την Ένωση με την Ελλάδα. Πέραν τούτου όμως υπήρχαν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές στις προσεγγίσεις, την πολιτική και την τακτική που ακολούθησαν.
Η Δεξιά έβλεπε τον αγώνα του κυπριακού λαού ως προέκταση των αλυτρωτικών κινημάτων των αρχών του 20ου αιώνα είναι για αυτό το λόγο που η τάση αυτή αδιαφορούσε για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η τάση αυτή ζητούσε λύση του Κυπριακού μέσα στα πλαίσια της λεγόμενης «ελληνοβρετανικής φιλίας». Η Αριστερά από την άλλη έβλεπε την απελευθερωτική πάλη του κυπριακού λαού ως μέρος γενικά του αντιαποικιακού αγώνα των λαών. Στη βάση αυτή επεδίωκε και τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στον αντιαποικιακό αγώνα. Σημείο σταθμό αποτελεί η Διασκεπτική του 1947 που είχε σαν θέμα την προσφορά αυτοκυβέρνησης στην Κύπρο υπό τη Βρετανική κυριαρχία. Σε αυτή αρνήθηκαν να συμμετάσχουν οι εκπρόσωποι της Εθναρχίας που έμειναν αταλάντευτοι στην «Ένωση και μόνο Ένωση», ενώ συμμετείχαν εκπρόσωποι της Αριστεράς οι οποίοι έβλεπαν την αυτοκυβέρνηση ως μεταβατικό στάδιο προς την Ένωση αλλά απέρριψαν το προτεινόμενο σχέδιο και απεχώρησαν καθώς και εκπρόσωποι των Τουρκοκυπρίων που προέβαλαν ξεχωριστές αξιώσεις.
Η αποτυχία της Διασκεπτικής θέτει το ΑΚΕΛ σε έντονο προβληματισμό στα πλαίσια του οποίου αποστέλλει αντιπροσωπεία του (αποτελούμενη από το Γενικό του Γραμματέα Φιφή Ιωάννου και τον Ανδρέα Ζιαρτίδη) στην Ελλάδα για συναντήσεις με την ηγεσία του Κ.Κ.Ε στο βουνό. Ο Νίκος Ζαχαριάδης προτρέπει την αντιπροσωπεία να επιστρέψουν στη γραμμή της Ένωσης αφού ούτως η άλλως, σύμφωνα με την άποψη του, οι δυνάμεις του θα επικρατούσαν και η Ένωση θα εσυντελείτω με μια Ελλάδα ενταγμένη στο Ανατολικό μπλοκ. Επιπρόσθετα τους εξέφρασε την άποψη ότι ήταν λάθος η αποδοχή αυτοκυβέρνησης με καπιταλιστικούς όρους. Το Μάρτη του 1949 το ΑΚΕΛ κάνει αυτοκριτική και δημόσια δηλώνει πως η γραμμή της αυτοκυβέρνησης που ακολούθησε ήταν λαθεμένη.
Η κρίση και η μη σύγκλιση μεταξύ των δύο τάσεων που επιδίδονται σε αντιαποικιακό αγώνα στην Κύπρο συνεχίζεται και ενώ το ΑΚΕΛ διεκδικεί να έχει καθοριστικό ρόλο, η Εθναρχία αρνείται τη συμπόρευση. Η αριστερά μπροστά στην άρνηση της δεξιάς να συνεργαστεί μαζί της έστελνε στο Συμβούλιο Ασφαλείας και στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το Νοέμβρη του 1949, ένα υπόμνημα στο οποίο τόνιζε πως οι Έλληνες της Κύπρου επιθυμούσαν την ένωση και «αν τυχόν υπάρχει και η παραμικρή αμφιβολία, ένα ελεύθερο δημοψήφισμα, κάτω από την επίβλεψη του ΟΗΕ, θα διαλύσει όλες τις αμφιβολίες». Στις 27 του Νοέμβρη του 1949 το εκφραστικό όργανο του ΑΚΕΛ, ο «Νέος Δημοκράτης», δημοσίευσε το υπόμνημα της αριστεράς και το ΑΚΕΛ καλούσε το λαό να το υπογράψει. Ουσιαστικά δηλαδή το ΑΚΕΛ ανακοίνωσε τη διοργάνωση δημοψηφίσματος για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Παράλληλα η Εθναρχία, από την οποία εκφράζονται αφοριστικές απόψεις για το ΑΚΕΛ, όπως ότι κανένας χριστιανός δεν μπορεί να είναι και κομμουνιστής και ότι οι κομμουνιστές είναι εχθροί του Θεού και του Ελληνισμού, ανακοίνωσε την 1η του Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου την απόφασή της «περί διενεργείας δημοψηφίσματος δια του οποίου ο Ελληνικός κυπριακός λαός θα δηλώσει την θέλησίν του να ενωθεί μετά της Μητρός Ελλάδος». Και στις 5 του Δεκέμβρη όριζε ως μέρα έναρξης του δημοψηφίσματος τη 15η του Γενάρη. Στις 8 του Δεκέμβρη η Εθναρχία, εξέδιδε εγκύκλιο που καλούσε το λαό «εις τας επάλξεις δια την μάχην του δημοψηφίσματος, δια την εθνικήν αποκατάστασίν μας», «δια την Ένωσιν με την αθάνατον Μητέρα Ελλάδα». Μετά την προκήρυξη του Δημοψηφίσματος από την Εθναρχία, το ΑΚΕΛ τερμάτιζε την πρωτοβουλία του για το δικό του δημοψήφισμα και αποφάσιζε την υποστήριξη του δημοψηφίσματος της Εθναρχίας. Επίσης, με ανακοίνωσή του στις 10 του Δεκέμβρη ζητούσε από τους Ελληνοκύπριους να κάμουν «την 15η του Γενάρη μέρα θριάμβου για την Ένωση και σαρωτικής ήττας για το ξενικό ιμπεριαλιστικό καθεστώς». Το 95,71% των ελληνοκυπρίων ψήφισε υπέρ της Ένωσης. Μεταξύ αυτών ψήφισαν μερικοί Τουρκοκύπριοι και Αρμένιοι (επίσης Καθολικοί και Μαρωνίτες). Το ενωτικό δημοψήφισμα δεν έφερε οποιοδήποτε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο κυβερνήτης Ράιτ, όταν του επιδόθηκαν τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στις 4.2.1950, επανέλαβε ότι το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα είναι θέμα κλειστό για την Αγγλία. Ποια ήταν όμως η στάση της Αθήνας απέναντι στο ενωτικό δημοψήφισμα; Στις 15 του Δεκέμβρη του 1949 ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Διομήδη έλεγε πως «υπό τας παρούσας συνθήκας συνέχιση διεγέρσεως της κοινής γνώμης όχι μόνον δεν προάγει το ζήτημα (το Κυπριακό) αλλά δύναται να γίνει επιζήμια εις την διεθνή θέσιν της χώρας μας».

Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Β΄, ανέρχεται στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο τότε μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος ο Γ΄ (20 Οκτωβρίου 1950). Ο Μακάριος ως επικεφαλής της Εθναρχίας πιέζει αφόρητα την Ελληνική Κυβέρνηση να υποστηρίξει ανοικτά την Ένωση και να προχωρήσει στη διεθνοποίηση το Κυπριακού στον Ο.Η.Ε. Δυστυχώς όμως συναντά τις αντίθετες απόψεις του Γεώργιου Παπανδρέου, του Στρατηγού Πλαστήρα και του Σ. Βενιζέλου.

Η πρώτη επίσημη προσπάθεια διεθνοποίησης του Κυπριακού επιχειρείται το 1954 όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός στρατηγός Παπάγος καταθέτει το 1954 προσφυγή στον ΟΗΕ, ως εντολοδόχος του κυπριακού λαού, παρά το ότι οι ΗΠΑ δεν θεωρούσαν κατάλληλη τη χρονική στιγμή για προβολή του αιτήματος της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων. Η στάση αυτή των ΗΠΑ οδήγησε ουσιαστικά στην αναβολή της συζήτησης και την παραπομπή του θέματος στην επόμενη σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, με το δικαιολογητικό ότι θα έπρεπε να δοθεί χρόνος στις κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Ελλάδας να εξετάσουν το θέμα μεταξύ τους. Η διεθνοποίηση του Κυπριακού μάλλον αποδεικτηκέ ατυχής αφού σκλήρυνε τη θέση των Βρετανών οι οποίοι εμφανίζουν την Τουρκία για πρώτη φορά ως επίσημο μέλος της Διένεξης προσδίδοντας της έτσι διεκδικητικό ρόλο στο Κυπριακό.

Την πρώτη του Απρίλη 1955 ξέσπασε ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ. Η δράση της ΕΟΚΑ ήταν μια επιλογή της Αθήνας του Μακαρίου και της λεγόμενης Επιτροπής Αγώνος που έδωσαν όρκο για αγώνα για Ένωση μέχρι θανάτου. Η χρήση ένοπλων μέσων δεν ήταν τόσο επιλογή του Μακαρίου ή του Παπάγου άλλα περισσότερου του Στρατηγού Γεώργιου Γρίβα που ανέλαβε να ηγηθεί το στρατιωτικό μέρος του Αγώνα. Ο τελευταίος ήταν ένας ακραίος εθνικιστής και αντικομμουνιστής με ενεργό ρόλο στην οργάνωση «Χ» κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ο Γρίβας προσέδωσε στον αγώνα της ΕΟΚΑ όχι μόνο αντιβρετανικό αλλά και αντικομμουνιστικό και αντιτουρκικό χαρακτήρα. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ σημαδεύτηκε από τις ηρωικές πράξεις πατριωτών που θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας της Κύπρου. Δυστυχώς όμως εκ των υστερών κρίνεται ότι η επιλογή του ένοπλου αγώνα δεν πρόσφερε τα αναμενόμενα οφέλη. Ο στόχος της Ένωσης θυσιάστηκε, οι Βρετανοί βρήκαν ευκαιρία να εντάξουν την Τουρκία στο πρόβλημα, ενώ το Κυπριακό πρόβλημα συνεχίστηκε να υπάρχει με διάφορες μορφές και μέχρι σήμερα παραμένει άλυτο.
Το 1958 ιδρύθηκε η φασιστική τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ με επικεφαλή τον μετέπειτα επικεφαλή της Τουρκοκυπριακής κοινότητας Ραούφ Ντενκτάς, που έθεσε στο στόχαστρο της κάθε προοδευτικό Τ/κύπριο. Η ΤΜΤ με τρομοκρατία και δολοφονίες δούλεψε για το διαχωρισμό των δυο κοινοτήτων προβάλλοντας το σύνθημα της διχοτόμησης – ΤΑΞΙΜ.
Κατά τη διάρκεια του Αγώνα κατατίθενται τέσσερις προσφυγές στον ΟΗΕ από τις ελληνικές κυβερνήσεις, που δρούσαν πάντοτε ως εντολοδόχοι του κυπριακού λαού. Μέχρι την προσφυγή του 1957 το αίτημα των προσφυγών ήταν Αυτοδιάθεση (Ένωση). Στην τελευταία προσφυγή του 1958, το αίτημα για Αυτοδιάθεση (Ένωση) μετατράπηκε σε αίτημα για Ανεξαρτησία. Η στροφή που επιχειρεί ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος οφειλόταν αφενός στον κίνδυνο να επιβληθεί το διχοτομικό σχέδιο Μακμίλλαν (1958), που είχε απορριφθεί, και αφετέρου στην αποτυχία να εξασφαλιστεί στον ΟΗΕ ψήφισμα που να είναι σύμφωνο με τους εθνικούς πόθους των Κυπρίων.

Σε διπλωματικό επίπεδο τον Αύγουστο του 1955 συνεκλήθη από τη Βρετανία η Τριμερής Διάσκεψη του Λονδίνου με τη συμμετοχή της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ο άμεσα ενδιαφερόμενος κυπριακός λαός αγνοήθηκε. Η Ελλάδα αποδεχόμενη την πρόσκληση έπεσε στην παγίδα των Βρετανών, καθώς από εκείνη τη στιγμή η Τουρκία επιβαλλόταν ως ισότιμος συνομιλητής στο Κυπριακό και ξανά έμπαινε στο πολιτικό παιχνίδι για την Κύπρο, τριάντα τόσα χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης (1923), με την οποία η Τουρκία παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της πάνω στην Κύπρο. Ταυτόχρονα, το Κυπριακό παύει να θεωρείται ως αποικιακό πρόβλημα, στο οποίο πρέπει να δώσει λύση η Βρετανία και μεταβάλλεται σε διεθνές ζήτημα. Τελικά, η Τριμερής Διάσκεψη οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, καθώς η Ελλάδα απέρριψε τις εισηγήσεις που κατατέθηκαν. Με το τέλος της Τριμερούς οργανώνονται στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη βιαιοπραγίες σε βάρος των Ελλήνων της Τουρκίας, ως προειδοποίηση στην ΕΟΚΑ, η οποία σχεδίαζε δήθεν «σφαγές» των Τουρκοκυπρίων.

Το 1956 κατά τις συνομιλίες μεταξύ του νέου Κυβερνήτη της Κύπρου στρατάρχη Χάρτινγκ και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ ο μεν Κυβερνήτης επέμενε στη βρετανική πρόταση για παροχή αυτονομίας, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος επικέντρωσε τις απαιτήσεις του στη ρητή αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και την έναρξη διαπραγματεύσεων για το χρονικό προσδιορισμό της άσκησης του δικαιώματος από τους Κυπρίους. Μετά την αποτυχία των συνομιλιών ο Μακάριος Γ΄ εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες (9 Μαρτίου 1956), μαζί με το μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό τον Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου και τον Πολύκαρπο Ιωαννίδη.

Το Δεκέμβριο του ιδίου χρόνου και ενώ ο Μακάριος είναι εξόριστος στις Σευχέλλες, του διαβιβάζονται οι συνταγματικές προτάσεις του Άγγλου συνταγματολόγου Ράντικλιφ με τις οποίες εισάγεται για πρώτη φορά η αρχή της διχοτόμησης, μια εφιαλτική λύση για κάθε Ελληνοκύπριο αφού στο αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου για αυτοδιάθεση αντιπαραβαλλόταν η χωριστή εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης και για την τουρκική μειοψηφία. Ο Μακάριος αρνήθηκε οποιαδήποτε συζήτηση εφ’ όσον παρέμενε στην εξορία ενώ η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε το σύνταγμα Ράντκλιφ επειδή ούτε φιλελεύθερο, ούτε δημοκρατικό ήταν και κυρίως δεν οδηγούσε σε πραγματική εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης.

Το 1958 οι βρετανοί αποικιοκράτες απειλούσαν να εφαρμόσουν το περιβόητο σχέδιο Μακμίλλαν που έθετε την Κύπρο υπό την τριπλή κυριαρχία της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Για να αποτρέψει μεγαλύτερο κακό ο Μακάριος δέχτηκε τότε την ιδέα της ανεξαρτησίας. Την ίδια εποχή προσανατολίστηκε στην ανεξαρτησία και το ΑΚΕΛ.
Οι διαβουλεύσεις στα σκοτεινά παρασκήνια του ΝΑΤΟ κατέληξαν στην συμφωνία της Ζυρίχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η οποία προέβλεπε την παραχώρηση στην Κύπρο μιας κολοβωμένης ανεξαρτησίας. Ο Μακάριος κλήθηκε στο Λονδίνο για να υπογράψει τη συμφωνία. Πήρε μαζί του εκπροσώπους από όλο το πολιτικό φάσμα για να τον συμβουλεύσουν. Το ΑΚΕΛ συμβούλευσε τον Μακάριο να μην δεχτεί την συμφωνία της Ζυρίχης και να διακηρύξει ότι τερματίζεται ο ένοπλος αγώνας, ότι συγκροτείται ενιαίο μέτωπο πάλης όλου του λαού με στόχο μια πραγματική ανεξαρτησία. Ο Μακάριος τελικά υπόγραψε στο Λονδίνο τη συμφωνία της Ζυρίχης.
Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου παραχωρούσαν στην Κύπρο μια ακρωτηριασμένη ανεξαρτησία. Διαιώνιζαν στο νησί μας την παρουσία των βρετανικών βάσεων. Υποχρέωναν την Κύπρο σε συμμαχία με την Βρετανία, την Τουρκία και την Ελλάδα. Οι τρεις αυτές χώρες αναγορεύτηκαν σε εγγυήτριες δυνάμεις με αυξημένα δικαιώματα επέμβασης στα εσωτερικά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι συμφωνίες, τέλος, επέβαλαν στον κυπριακό λαό ένα δοτό σύνταγμα με αντιδημοκρατικές διατάξεις που έφερναν σε αντιπαράθεση Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.
Έτσι σηματοδοτήθηκε η ίδρυση του Ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας...

1 σχόλιο:

Drapetis είπε...

συντομη και περιεκτικη και ιστορικα ακριβης η αναλυση σου φιλε μαραμπου. δυστυχως το μονο που διδασκεται στα σχολεια ειναι ο αλυτρωτισμος και οχι η κριτικη προσεγγιση της ιστοριας. Ελπιζω να γινουν καποια βηματα με την αλλαγη της κυβερνησης..