Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

ΣΡΙ-ΛΑΝΚΑ: Το τέλος ενός αιματηρού εμφυλίου (Αυγουστος २००९)

«Οι αντάρτες Ταμίλ στη Σρι Λάνκα έχουν "ηττηθεί ολοσχερώς" από τον κυβερνητικό στρατό που ελέγχει όλα τα εδάφη της χώρας, η κρατική εξουσία ασκείται πλέον σε κάθε εκατοστό εδάφους. Νικήσαμε την τρομοκρατία». Με τη δήλωση αυτή ο πρόεδρος της Σρι Λάνκα, Μαχίντα Ραγιαπάκσε, ανακοίνωσε στις 16 του τελευταίου Μάη τη λήξη του εμφυλίου πολέμου που βασάνιζε τη Σρι Λάνκα και το λαό της για 26 χρόνια και προκάλεσε το θάνατο σε περισσότερους από 80.000 ανθρώπους.
Ο πόλεμος δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας ειρηνευτικής διαδικασίας. Όπως γίνεται αντιληπτό από τη δήλωση του προέδρου της χώρας, οι μάχες έφτασαν στο τέλος αφού η κυβερνητική πλευρά κατάφερε ανεπανόρθωτα πλήγματα στο αντίπαλο στρατόπεδο, το αυτονομιστικό κίνημα των «Τίγρεων για την Απελευθέρωση του Ταμίλ ΕΕΛΑΜ (LTTE)». Ειδικά από τον Ιανουάριο οι κυβερνητικές δυνάμεις εξαπέλησαν ισχυρές επιθέσεις έναντι των Τίγρεων, που είχαν ως αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς και ακόμα περισσότερους τραυματίες. Λίγο μετά την επίσημη ανακοίνωση για τον τερματισμό του πολέμου, οι Τίγρεις ανακοίνωαν την παραδοχή ήττας επιδιώκοντας να προατατέψουν τους χιλιάδες άμαχους Ταμίλ που στοιβάζονται σε προσφυγικούς καταυλισμούς.
Οι διακρίσεις μεταξύ των Σινχαλέζων - που αποτελούν την πλειοψηφούσα ομάδα πληθυσμού - και των Ταμίλ χρονολογούνται από την περίοδο που η χώρα βρισκόταν κάτω από το Βρετανικό, αποικιακό ζηγό. Αν και υπήρχαν παλιότερες διακρίσεις στην κοινωνία της Σρι Λάνκα, οι Βρετανοί ήταν εκείνοι που τις ενίσχυσαν όταν κατέλαβαν την Κευλάνη (όπως ήταν γνωστή τότε η Σρι Λάνκα) επιστρατεύοντας την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», αναπτύσσοντας τον εθνικισμό ανάμεσα στις δύο ομάδες πληθυσμού. Ταυτόχρονα αποχωρόντας ως αποικία, παραχώρησε διαφορετικά προνόμια στη βάση του εθνικού διαχωρισμού.
Οι Ταμίλ ως εθνότική ομάδα είναι κυρίως συγκεντρωμένη στη Βόρεια πλευρά του νησιού και συγκροτείται από αυτόχθονες αλλά και από Ταμίλ που μεταφέρθηκαν από την Ινδία, την περίοδο της αποικιοκρατίας, ως φτηνό εργατικό δυναμικό για να εργάζονται στις φυτείες. Μετά την ανεξαρτησία, το 1948, ο τότε πρωθυπουργός Μπανταρανάικε άσκησε μια πολιτική ρεβανσισμού κατά των Ταμίλ, που μέρος τους ανήκε στην «ευνοούμενη» τάξη των Βρεττανών. Ο ρατσισμός σε βάρος των Ταμίλ, από την εκπαίδευση ως τη δημόσια διοίκηση, η καταπίεση, οι ταπεινώσεις εν πολλοίς έριξαν το νερό που έβαλε σε κίνηση το μύλο του σημερινού πολέμου. Το Εθνικιστικό Κόμμα των Σινχαλέζων, του πρωθυπουργού, επέβαλε μεταξεί άλλων την αφαίρεση της ιθαγένειας από τους Ταμίλ με Ινδική προέλευση καθώς και της γλώσσας των Ταμίλ από τις επίσημες γλώσσες της χώρας.
Όπως ήταν αναμενόμενο η αδυναμία πρόσβασης των Ταμιλ στην εξουσία ανέπτυξε το αίσθημα του εθνικισμού που προέτασσε την απόσχιση και την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Μέχρι τη δεκαετία του 70 δημιουργούνται κόμματα και οργανώσεις, άλλα μετριπαθή και άλλα ακραία, που δραστηριοποιούνται για την προώθηση των συμφερόντων τον Ταμίλ. Μια από αυτές τις οργανώσεις είναί και το LTTE των τίγρεων, με ηγέτη το Βελουπιλάι Πραμπχακαράν που επιστρατεύει το αντάρτικο και την τρομοκρατία.
Οι πρώτες επιθέσεις είχαν εύκολους και ασήμαντους στόχους ώσπου τη 23η Ιουλίου 1983 έστησαν ενέδρα σε μια πομπή του στρατού σκοτώνοντας 13 στρατιώτες. Έτσι Σινχαλέζοι εθνικιστές με τη βοήθεια της κυβέρνησης, ξεκίνησαν μια οργανωμένη εκστρατεία ενάντια στους Ταμίλ σκοτώνοντας τις επόμενες μέρες 3.000 Ταμίλ. Αυτή ήταν η και απαρχή του εμφυλίου πολέμου.
Βέβαια όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις συγκρούσεων κυριάρχο στοιχείο είναι πάντοτε ο υποκειμενισμός. Οι αντθέσεις τρομοκρατία – νόμιμη τάξη και αντίσταση – κρατική βία έχουν χωρίζονται με πολύ δυσδιάκριτα όρια και η όψη των πραγμάτων είναι ανάλογη του φακού που εφαρμόζει ο καθένας στα δικά του μάτια. Η ιστορία, πάντως, έχει χρεώσει τους Ταμίλ με πολλές δολοφονίες, με σημαντικότερη εκείνη του ινδού πρωθυπουργού Ρατζίβ Γκάντι το 1991, και με μια σειρά άλλων εκτελέσεων «προδοτών» του αντάρτικου στη Σρι Λάνκα ή στο εξωτερικό. Το «χέρι» των Τίγρεων φημολογείται ότι είναι αρκετά μακρύ για να φτάνει στο εξωτερικό, συλλέγοντας με εκβιαστικές μεθόδους οικονομικές ενισχύσεις από τους Ταμίλ της διασποράς. Από την άλλη η νόμιμη αρχή κατηγορείται ότι ευθύνεται για δολοφονίες, εξαφανίσεις και οι απαγωγές ακόμα και μετριπαθών Ταμίλ όπως ο βουλευτής και αντιπολεμικός συγγραφέας Νανταράτζα Ραβιράτζ, που δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του. Πέραν τόυτου η κυβέρνηση της Σρι Λανκα κατηγορείται ότι στην προσπάθεια της για εξόντωση του εχθρού είχε σαν στήριγμα της της Δύση που επιθυμούσε την επίτευξη ειρήνης. Στόχος των δυτικών δεν είναι άλλος από την πρόωθηση της ανάπτυξης τόσο στην τουριστική βιομηχανία όσο και στην εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της χώρας.

Πόσο όμως σταθερή είναι η μετα-πολεμική κατάσταση; Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί τόσο εύκολα. Η εξόντωση των ηγετών των Τίγρεων δεν αποτελεί εγγύηση για τον οριστικό τερματισμό της διαμάχης. Η ειρηνική συμβίωση και η ευημερία του λαού της Σρι Λάνκα έχει ως προυπόθεση τη δημιουργία συνθηκών μακρόχρονης ειρήνης. Οι εκλογές που έγιναν στις αρχές του Αυγούστου στις περιοχές που ζουν οι Ταμίλ έδειξαν δύο στοιχεία. Πρώτο μια μεγάλη αποχή που ισοδυναμεί με ένα βαθμό απαξίωσης προς τη νόμιμη κυβέρνηση και δεύτερο ότι ο Συνασπισμός των Εθνικιστών Ταμίλ είναι ακόμα μια υπολογίσιμη δύναμη.

Στο νέο σκηνικό, έχουν να επιτελέσουν σημαντικό ρόλο, οργανώσεις και κόμματα που πραγματικά πιστεύουν σε μια μακροχρόνια ειρήνη και προοπτική. Ο λαός της Σρι – Λάνκα μπορεί να ευημερήσει αν προσαντολιστεί σε ένα μέλλον ευημερίας χωρίς αποκλεισμούς εθνικής καταγωγής και αντρέχοντας στους κοινούς αγώνες του παρελθόντος όπου το αίμα Σινχαλέζων και Ταμίλ ενώθηκε σε δυναμικές κοινές απεργίες.

Η Αντίσταση στην προδοσία είναι Διαχρονική

Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ, μα ωστόσο λάμπει (Οδυσσέας Ελύτης). Τι κι αν η γενιά μου δεν έζησε τα τραγικά γεγονότα του 1974, υποκλινόμαστε ευλαβικά στο μεγαλείο της θυσίας αυτών που πρόταξαν τα στήθια τους στο φασισμό. Οι εκδηλωσεις καταδίκης του προδοτικου πραξικοπήματος της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β, τι και αν έχουν περάσει 37 χρόνια, δεν γίνονται με το ζόρι. Η συμμετοχή για εμάς τους νεότερους αποτελεί ιστορικό χρέος. Για τους παλαιότερους όμως καθίσταται ζωτική ανάγκη, μια ανάγκη που δε σχετίζεται με ψυχολογικό καταναγκασμό αλλά από μια εθελούσια πράξη επικοινωνίας με ότι άφησαν πίσω τους εκείνο την μάυρη 15η του Ιούλη. Άφησαν παιδιά, γονείς , αδέλφια, φίλους, τη νιότη τους, το χαμόγελο την αθωότητα.
Δεν είναι υπερβολή να τονιστεί ότι το πραξικόπημα και η προηγούμενη δράση της ΕΟΚΑ Β αποτέλεσαν την αφορμή για την συγκρότηση μιας κοινωνικής ομάδας με ισχυρά συνεκτικά στοιχεία που όχι μόνο δε χάνονται μέσα στο χρόνο αλλά ενισχύονται από τον ανεκπλήρωτο, ακόμα, πόθο της δικαίωσης αλλά και από τις ανήκουστες προκλήσεις όσων αμετανόητων δοξάζουν τους δήμιους της τραγωδίας. Πρόκειται για το ευρύτερο σύνολο των αντιστασιακών δυνάμεων που συσπειρώνει όσους αντιστάθηκαν έμπρακτα στο πραξικόπημα καθώς και σε όσους ενστερνίζονται το κοινό πνεύμα που γέννησε η υπεράσπιση της Δημοκρατίας και την κοινή οργή απέναντι στο έγκλημα. Είναι γνωστό όμως ότι ο αντιστασιακός-δημοκρατικός κόσμος δεν πορεύεται σε κομματική σύγκλιση αφού κατανέμεται στα τρία κόμματα των παραδοσιακών πατριωτικών - δημοκρατικών δυνάμεων ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ.
Είναι όμως αρκετή η μνήμη για να διατηρήσει επ΄άπειρον τη συλλογική συνείδηση των αντιστασιακών και για να αποτελέσει το συντηρητή της ελπίδας για δικαίωση; Η απάντηση είναι σαφής και είναι Όχι. Γιατί η δικαίωση θα έρθει μόνο αν ανατραπόυν οι συνέπειες του πραξικοπηματικού εγκλήματος, μόνο αν ανατραπεί η κατοχή. Ειδάλλως οι ετήσιες επίμηνημόσυνες διακυρήξεις θα είναι λόγια που πέφτουν στο κενό. Από την άλλη η θρασεία πρσπάθεια που επιχειρει η ακροδεξία, με το ΔΗΣΥ επικεφαλή, για μεταχρονισμένη αλλαγή της ιστορίας και αναγωγή των πραξικοπηματιών σε ήρεωες είναι δυνατό να διαμορφώσει ένα πολιτικόκοινωνικό περιβάλλον ικανό να αλλοιώσει τη μνήμη και να διαβρώσει τη συνείδηση. Ιδιαιτέρα αυτό θα συμβεί αν της δοθεί η δυνατότητα να επανέλθει στην κυβέρνηση. Τότε τίποτα δε θα την εμποδίζει να καταστήσει τη δικαίωση της προδοσίας σε επίσημη πολιτική. Κατά συνέπεια ο «ευρύτερος δημοκρατικός κόσμος» επιβάλλεται να προβάλει συνεχή αγωνιστικότητα. Από τα κόμματα που συγκροτούν πολιτικά αυτό το χώρο, το ΑΚΕΛ είναι το μόνο που τηρεί σταθερό προσνατολισμό. Ως εκ τούτου η ευθύνη για την ενίσχυση του αγώνα των αντιστασιακών βαραίνει, μοιραία, το ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ. Τα ηγεσίες των κομμάτων αυτών θα πρέπει να αντιληφθούν ότι στη Λύση και την αντροπή της κατοχής δεν θα μας οδηγήσει ο μαξιμαλισμός ενώ επίσης θα πρέπει να εγκαταλείψουν κάθε σκέψη για συνεργασία (ή καλύτερα εγκατάλειψη της συνεργασίας) με την ακροδεξία.
Ο αντιστασιακός κόσμος έχει την τιμή και την τύχη να διαθέτει, αναμφισβήτητα, φυσικό ηγέτη. Αυτός δεν είναι άλλος από το σημερινό πρόεδρο της Δημοκρατίας, το Δημήτρη Χριστόφια, τον άνθρωπο που έχει θέσει ως πρωτιστη και μόνιμη εγνοια του τη Λύση του κυπριακού, του ανθρώπου που από όποιο αξίωμα και αν πέρασε έδωσε και συνεχίζει να υπερασπίζεται τους αγώνες των ηρώων του λαού μας. Ενός ανθρώπου, που πολλοί δυστυχώς ξεχνούν, ότι η προδοσία του 74 του έχει προκαλέσει διπλή προσωπική τραγωδία. Αυτές τις δύσκολες ώρες που περνά η πατρίδα μας, που τα μαύρα σύνεφα δε λένε φύγουν από τον ουρανό μας, ο Δημήτρης Χριστόφιας είναι το σύμβολο ενός λαού που Δεν Ξεχνά, Αγωνίζεται και πάνω από όλα παραμένει ακλόνητος και αντέχει κι ας φυσάει από παντου. Το διαχρονικό πατριωτικό χρέος δεν σηκώνει αποκλίσεις και σημεία ασυνέχειας. Η ιστορία θα λειτουργήσει τιμωρητικά σε όσους δε θα εμποδίσουν τη δικαίωση του εγκλήματος και τη μονιμοποίηση των συνεπειών του. Τα συνεκτικά στοιχεία που ενώνουν τον πατριωτικό κόσμο είναι ισχυρότερα από αυτά που τείνουν να το χωρίσουν. Ας το αντιληφθούν αυτό όλοι και να σταθούν δίπλα στον πρόεδρο. Εκτός και αν έχουν επίλέξει να κάνουν τον κόσμο να ξεχάσει.