Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

Για να μην ξεχνάμε

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζίπως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώκι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκόπως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγμαατισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερέςκανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλκαι ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαράκαι, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμόκι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλικι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για μεόαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικόείχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».
Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώέναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζίπως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,πως είμαι παλιοττόμαρο και πως τραβάω κοκό,μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...
Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

2 σχόλια:

Drapetis είπε...

πολυ ομορφο φιλε το ...ποιημα θα το αποκαλουσα. οπως το διαβαζα ηταν σφηνα στο μυαλο μου το τραγουδι '7 νανοι στο SS Cyrenia'. ταξιδια της ψυχης και του σωματος..μετανοιες..λυτρωση ..
Καλη συνεχεια.

Μαραμπού είπε...

Δραπέτη σε χαιρετώ. Είναι το ποιήμα Μαραμπού του Νίκου Καββαδία. Ο ποιητής μας ταξιδευεί γενικά...